- παινεσιάρης
- -α, -ικοαυτός που περιαυτολογεί, καυχησιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < παινεσιά + κατάλ. -άρης (πρβλ. κουρελι-άρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παινεσιάρης, -α, -ικο — αυτός που συνηθίζει να παινιέται, να καυχιέται, ο καυχησιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
φαρφαράς — ο (λ. τουρκ.), πληθ. άδες, καυχησιάρης, παινεσιάρης: Πώς να είναι μετριόφρονας, αφού είναι φαρφαράς; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)